φάτσα — η (λ. ιταλ.) 1. (για πρόσωπα), πρόσωπο, όψη, μορφή, μούτρο, μούρη: Δε μου αρέσει η φάτσα της. 2. (για κτίσματα), πρόσοψη, κύρια όψη: Η φάτσα του σπιτιού. 3. ανυπόληπτο πρόσωπο, άτομο με ύποπτο ποιόν: Ήταν πολλές φάτσες στο κακόφημο μπαρ. 4. ως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενωπαδίς — και ενωπαδίως και ενωπαδόν ἐνωπαδὶς και ἐνωπαδίως και ἐνωπαδόν (Α) επίρρ. κατά πρόσωπο, κατ όψη, στη φάτσα, φανερά, ενώπιον (διάφ. γραφή τού ενωπαδίως: ενωπιδίως) … Dictionary of Greek
μάπα — και μάππα, η (AM μάππα) νεοελλ. 1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο 2. ναυτ. η πόρπη 3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη 4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη 5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή… … Dictionary of Greek
μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… … Dictionary of Greek
φατσάδα — η, Ν 1. φάτσα 2. πρόσοψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. facciata «πρόσοψη, εμφάνιση»] … Dictionary of Greek
φατσάρω — Ν [φάτσα] 1. εμφανίζω 2. ναυτ. (για άνεμο) φουσκώνω τα ιστία πλοίου φυσώντας από μπροστά … Dictionary of Greek
faţă — FÁŢĂ, feţe, s.f. I. 1. Partea anterioară a capului omului şi a unor animale; chip, figură. ♢ loc. adj. Din faţă = care se află înainte. De faţă = care se află prezent; care aparţine prezentului. ♢ loc. adv. În faţă = a) înainte; b) direct, fără… … Dicționar Român
μέτωπο — το 1. μέρος του προσώπου ανάμεσα στο τριχωτό της κεφαλής, τους κροτάφους και τα φρύδια: Έχει στενό μέτωπο. 2. η πρόσοψη κτιρίου, οικοπέδου κτλ., η φάτσα: Το σπίτι είχε μέτωπο στην πλατεία. 3. η πρώτη γραμμή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε καιρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσωπο — το 1. το μπροστινό μέρος της κεφαλής του ανθρώπου, το μούτρο, η φάτσα: Κάθε πρόσωπο λάμπει απ τ αγιοκέρι, όπου κρατούνε οι χριστιανοί στο χέρι (Σολωμός). 2. άνθρωπος, άτομο: Ύποπτο πρόσωπο. 3. τα άτομα, οι άνθρωποι ενός θεατρικού έργου: Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)